Από την εφημερίδα OCCUPY Gazette, τεύχος 4, 1η Μάη 2012
γράφει η Sarah Resnick
Λίγο νωρίτερα μέσα στη χρονιά, ο συγγραφέας και ειδικός σε θέματα πληροφορίας James Bamford περιέγραψε στο περιοδικό Wired, τα σχέδια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (NSA) για το Κέντρο Δεδομένων (Data Center) στη Utah. To “Κέντρο Δεδομένων της Utah” δεν είναι πολύ περιγραφικό όνομα, αλλά έχει και ένα άλλο : Πρώτο Κέντρο Δεδομένων μιας ενωτικής πρωτοβουλίας των Υπηρεσιών Πληροφοριών για την Εθνική Ψηφιακή Ασφάλεια. Οι εγκαταστάσεις, αξίας 2 δισεκατομμυρίων δολλαρίων, έχει προγραμματιστεί να ανοίξουν τον Σεπτέμβρη του 2013 και θα χρησιμοποιηθούν για την υποκλοπή, αποκρυπτογράφηση, ανάλυση και αποθήκευση των επικοινωνιών που παρακολουθεί η NSA, από emails, κλήσεις κινητών τηλεφώνων, αναζητήσεις στο Google, αναρτήσεις στο Twitter μέχρι και οικονομικές συναλλαγές. Που θα αποθηκεύονται όλα αυτά τα δεδομένα; Φανταστείτε, αν μπορείτε, περίπου 9.500 τετραγωνικά μέτρα, γεμάτα με σειρές από servers τον ένα πάνω από τον άλλο, τακτοποιημένους με τάξη σε ντουλάπια. O Bamford ισχυρίζεται ότι η χωρητικότητα της εγκατάστασης μπορεί να εκταθεί σε yottabytes, δηλαδή τετράκις gigabytes (yottabytes είναι η μεγαλύτερη μονάδα μέτρησης που έχει οριστεί μέχρι σήμερα)
Για να αποθηκεύσει τα δεδομένα, η NSA πρέπει πρώτα να τα συλλέξει, και εδώ ο Bamford βασίζεται στον William Binney, έναν πρώην κρυπταναλυτή-μαθηματικό της NSA, ως κύρια πηγή του. Για πρώτη φορά, αφού εγκατέλειψε την NSA το 2001, ο Binney έκανε μια συζήτηση για το Stellar Wind, το όποιο όλοι γνωρίζουμε σήμερα, ως το πρόγραμμα παρακολουθήσεων χωρίς εισαγγελική εντολή, που πρωτο-εγκρίθηκε από τον George Bush μετά τις επιθέσεις στους δίδυμους πύργους το 2001. Το πρόγραμμα αυτό επέτρεψε στην NSA να παρακάμψει το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο για την Παρακολούθηση Ξένων Υπηρεσιών Πληροφοριών, το οποίο εξουσιοδοτούσε την επιτήρηση εγχώριων στόχων, και επέτρεπε την παρακολούθηση email και τηλεφωνικών κλήσεων χιλιάδων αμερικανών. Στα τριάντα χρόνια του στην NSA, ο Binney βοήθησε στην κατασκευή ενός αυτοματοποιημένου συστήματος συλλογής δικτυακών δεδομένων, το οποίο μέχρι το 2001, χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά ενάντια σε ξένους στόχους. Ο Binney εγκατέλειψε όταν η υπηρεσία άρχισε να χρησιμοποιεί την ίδια τεχνολογία για να κατασκοπεύει αμερικάνους πολίτες.Περιγράφει μυστικά δωμάτια ηλεκτρονικής επιτήρησης σε εγκαταστάσεις μεγάλων τηλεπικοινωνιακών παρόχων στις ΗΠΑ, δωμάτια που ελέγχονται από από την NSA, και είναι εξοπλισμένα με πολύπλοκα λογισμικά που εξετάζουν την δικτυακή κίνηση στις οπτικές ίνες. (Σε μια τοπική εκδήλωση την προηγούμενη εβδομάδα, ο Binney κυκλοφόρησε μια λίστα με πιθανά τέτοια σημεία παρακολούθησης, στην οποία περιλαμβάνεται το μεγαλύτερο κτίριο διαμεταγωγής της AT&T στη Νέα Υόρκη). Περιγράφει λογισμικό, κατασκευασμένο από την εταιρεία Narus, που συλλέγει δεδομένα από διάφορες πηγές στις ΗΠΑ : οποιαδήποτε επικοινωνία εγείρει υποψίες αντιγράφεται αυτόματα και στέλνεται στην NSA. Όταν ένα όνομα εισάγεται στη βάση δεδομένων της Narus, όλες οι τηλεφωνικές κλήσεις, emails και λοιπές μορφές επικοινωνίας δρομολογούνται αυτόματα στους καταγραφείς της NSA.
H NSA δεν ήταν η μόνη υπηρεσία συγκέντρωσης πληροφοριών που επέκτεινε τις εξουσίες της όσον αφορά την εσωτερική παρακολούθηση, μετά την 11η Σεπτέμβρη. Ο νόμος Patriot Act, για παράδειγμα, επιτρέπει στο FBI να κατασκοπεύει αμερικάνους πολίτες χωρίς να επιδεικνύει κάποιον πιθανό λόγο που οι στόχοι εμπλέκονται σε εγκληματικές δραστηριότητες. Στην ενότητα 215 του νόμου, τα περίφημα πλέον Αιτήματα Εθνικής Ασφαλείας μπορούν να υποχρεώσουν, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, τράπεζες, παρόχους τηλεφώνου και internet, να μοιράζονται (με τις αρχές) τις πληροφορίες που έχουν για αμερικάνους πολίτες. Ο παραλήπτης ενός τέτοιου αιτήματος τυπικά υποχρεώνεται να μην αναφέρει τίποτα δημόσια, σχετικά με την ύπαρξη ή τη φύση του αιτήματος αυτού.
Δεν είναι μυστικό ότι, ενώ η τέταρτη παράγραφος του αμερικανικού συντάγματος αποτρέπει τις έρευνες και κατασχέσεις χωρίς προφανή λόγο, ανησυχίες γύρω από “εθνική ασφάλεια” είχαν ως αποτέλεσμα την παράβλεψη και παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικότητας ακόμα και των πιο απλών πολιτών. Οι ακτιβιστές έχουν περισσότερους λόγους να ανησυχούν, καθώς επανειλημμένα έχουν αποτελέσει αντικείμενο έρευνας για τρομοκρατία. Για παράδειγμα, το 2006 η ACLU αποκάλυψε ότι το Πεντάγωνο είχε κρυφά υπό επιτήρηση εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, αντιπολεμικές οργανώσεις και ομάδες αντιτιθέμενες στις πολιτικές στρατολόγησης, όπως οι Quakers και φοιτητικές οργανώσεις. Έχοντας ως πηγές το υπουργείο Εθνικής Ασφάλειας, τοπικά αστυνομικά τμήματα, και την αντιτρομοκρατική δύναμη κρούσης του FBI, το Πεντάγωνο συνέλεξε, αποθήκευσε και διαμοίρασε δεδομένα μέσω του προγράμματος TALON (μια βάση δεδομένων με υποτιθέμενες απειλές), σχεδιασμένο για την παρακολούθηση τρομοκρατικών απειλών. Ή πάρτε για παράδειγμα τον Scott Crow, αναρχικό και βετεράνο διοργανωτή του κινήματος για την παγκόσμια δικαιοσύνη, ο οποίος, σύμφωνα με αναφορά των New York Times τη περασμένη χρονιά, είναι ένας από τους δεκάδες πολιτικούς ακτιβιστές ανά την χώρα, που ήταν υπό τον ασφυκτικό έλεγχο των αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων του FBI. Το FBI έστησε κάμερα έξω από το σπίτι του, καταγράφοντας τους επισκέπτες που μπαίναν και βγαίναν, παρακολουθούσαν τα email και τις τηλεφωνικές συνομιλίες και ψάχναν στα σκουπίδια του για να αναγνωρίσουν τράπεζες και εταιρείες υποθήκης με τις οποίες συναλλασσόταν, πιθανόν για περαιτέρω διερεύνηση. Άλλοι που ερευνήθηκαν από το FBI ήταν ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ζώων αλλά και φιλελεύθεροι ρωμαιοκαθολικοί στη Nebraska. Όταν το 2008, ο Obama πήρε τα σκήπτρα από τον George W. Bush, υπήρχε η προσδοκία ότι έστω κάποιο μέρος αυτών των δραστηριοτήτων θα σταταμούσε. Όμως, οι παρακολουθήσεις και η συλλογή των ψηφιακών μας δεδομένων από την κυβέρνηση παραμένει σταθερή.
Όταν άρχισαν οι διαμαρτυρίες του κινήματος Occupy στα μέσα του Σεπτέμβρη του 2011, βασίστηκαν στις τεχνολογίες παραγωγής δεδομένων, περισσότερο από ποτέ. Μέσα σε μερικές εβδομάδες είχα γραφτεί σε πολλαπλές λίστες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του κινήματος, άρχισα να παρακολουθώ το Twitter με μια δίχως προηγούμενο αφοσίωση, πέρασα περισσότερες ώρες στο Facebook από ό,τι θέλω να παραδεχτώ. Δεν νομίζω ότι είμαι η μόνη. Την ίδια στιγμή, υπήρχε μια διάχυτη αίσθηση προσοχής – αν και εμπλεκόμασταν σε νόμιμες δραστηριότητες, που καλύπτονται από τα σύνταγματικά μας δικαιώματα όπως προσδιορίζονται στο πρώτο άρθρο, κανείς δεν θεώρησε τον εαυτό του εξαίρεση από την πιθανότητα της παρακολούθησης. Οι ευαίσθητες συζητήσεις γίνονταν σε θορυβώδη μπαρ, ποτέ με email. Τα μηνύματα στο κινητό θεωρούνταν μη ασφαλή. Στις συναντήσεις, ανάλογα με την περίσταση αφαιρούσαμε τις μπαταρίες των κινητών. Παρόλα αυτά, ήταν εύκολο να νιώσεις μη σημαντικός (γιατί να παρακολουθούν εμένα;) και εξίσου εύκολο να χαλαρώσεις τα μέτρα προφύλαξής σου – ειδικά όταν αυτό σήμαινε να ξαναβρεις κάποιες από τις ανέσεις που είναι δύσκολο να αποχωριστείς. Το να αφήσεις ίχνη ψηφιακών δεδομένων, πιθανώς ενοχοποιητικά, έμοιαζε αναπόφευκτο. Αλλά πόσο άσχημο μπορούσε να είναι πραγματικά; Και δεν υπήρχε τρόπος να χρησιμοποιούμε τα μέσα επικοινωνίας αυτά και ταυτόχρονα να διαφυλάξουμε την ιδιωτικότητά μας;
Στα τέλη του Απρίλη 2012, κάθισα με τον ανεξάρτητο ερευνητή ασφαλείας, hacker και υπερασπιστή της ιδιωτικότητας Jacob Appelbaum, ο οποίος γνωρίζει ένα ή δύο πράγματα σχετικά με το κράτος της επιτήρησης. Ο Appelbaum είναι ένα από τα μέλη κλειδιά του Tor Project, το οποίο βασίζεται σε ένα παγκόσμιο εθελοντικό δίκτυο από servers, το οποίο αναδρομολογεί την δικτυακή κίνηση μέσω ενός κρυπτογραφημένου κυκλώματος από αναματαδότες. Με αυτό τον τρόπο, αποκρύπτει την τοποθεσία του χρήστη και τον προστατεύει από μια συνηθισμένη μορφή δικτυακής παρακολούθησης, γνωστή ως ανάλυση κίνησης, που χρησιμοποιείται για να βρεθεί ποιος μιλάει με ποιον σε ένα δημόσιο δίκτυο. Το Tor είναι ελεύθερο και χωρίς αντίτιμο. Ο Appelbaum είναι επίσης ο μόνος γνωστός αμερικάνος, μέλος του WikiLeaks.
Θα ακολουθήσει το δεύτερο μέρος με την συνέντευξη του Jacob Appelbaum σε ξεχωριστό post.
ola auta ta diktya parakolou8hshs syndeodai me thn xwra mas h olo auto exei plhroforiako skopo k mono?